-
1 απορριπτω
поэт. ἀπορίπτω1) отбрасывать, бросать прочь, сбрасывать(καλύπτρην τηλόσε Hom. - in tmesi; εἷμα Pind.; перен. μῆνιν Hom.)
2) изгонять(τινὰ ἐς δόμους δορυξένους Aesch.; γῆς Soph.; ἐκ θεῶν Xen.)
3) отвергать с презрением, отклонять(ἃ ἐπηγγελλόμην Soph.; ἄνδρες ἀπερριμένοι Dem., Plut. и ἀπορριφθέντες Plut.)
ἀπορριπτεσθαι ἐς τὸ μηδέν Her. — не ставиться ни во что4) нечаянно высказывать, ронять(ἔπος Her., Pind.)
5) бросать в лицо, упрекать(τι ἔς τινα Her.)
См. также в других словарях:
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek